Η Ζηνοβία-Χριστίνα Λιάπη, συγγραφέας του μυθιστορήματος «Τα όνειρα της Μύριαμ», έγραψε και μοιράζεται μαζί σας ελεύθερα ένα «ζεστό» εορταστικό μικροδιήγημα γεμάτο φως και συναισθήματα. Απολαύστε το…
JINGLE
Έβγαλε αμήχανα από την τσάντα της μια μικρή, ώριμη μπανάνα και, σαν να την είχε κλεμμένη, έκανε να την φάει. Τότε πέρασε ο κομμωτής από δίπλα της και, κοιτώντας την λοξά κάτω από τα χοντρά κατακόκκινα γυαλιά του, εκείνη του λέει με μια διστακτική φωνούλα: «Εε, είναι Κρήτης» και του χαμογελάει μήπως και το περάσει για αστείο και σπάσει λίγο ο πάγος. Μα δεν έσπασε. Ίσα - ίσα που ένιωσε σαν να φύσηξε δυνατότερος παγωμένος βοριάς ανάμεσά τους. Και εκείνος την είχε ήδη προσπεράσει, σταματώντας να τσεκάρει κάποιο άλλο μοντέλο παραδίπλα. Απογοητευμένη, κοιτάει τον λαμπερό εαυτό της στον καθρέφτη. Μαλλιά και μακιγιάζ ήταν έτοιμα επάνω της. Μα κάτι έλειπε. Πάντα πίστευε πως κάτι της έλειπε. Στην εμφάνιση, στην ψυχή, στη μαγκιά, στην αγάπη. Μα, εκείνη ακριβώς τη στιγμή, της έλειπε μόνο το πιο ακριβό κόσμημα. Το χαμόγελό της.
«Κορίτσια, ελάτε για ρούχαα» στριγγλίζει ο ξινισμένος κομμωτής και γουπώνοντας άτσαλα την τελευταία της μπουκιά, σηκώνεται να πιάσει σειρά. Ποιος ξέρει πότε θα μπορούσε να ξαναφάει χωρίς να την κοιτάζουν περίεργα; Πλησίαζε η χειρότερή της ώρα. Τα ρούχα των σχεδιαστών φάνταζαν ψεύτικα και, παρά την φουτουριστική αισθητική τους, ήταν λες και το έκαναν επίτηδες, τα είχαν φτιαγμένα για κορίτσια από άλλο πλανήτη. Γι' αυτό και όλες τους ένιωθαν μειονεκτικά κάθε φορά που δοκίμαζαν τα καινούρια τους ρούχα. Όλες φοβόντουσαν πως θα τα είχαν μικρύνει κι άλλο. Μα καμία δε μίλαγε, μόνο κοιτούσε τη διπλανή της με κακία ή με σαστιμάρα, αν τελικά κατάφερνε να μπει μέσα σε κάποια τουαλέτα με άνεση.
«Μόνο μπανάνα έτρωγες, χρυσή μου, ή μήπως είχες κρυμμένο και κάνα κουτί μελομακάρονα στην τσαντούλα σου, γιατί απ’ ό,τι βλέπω δε σου κάνει τί-πο-τα» της λέει επικριτικά ο κομμωτής, ξανά δαγκώνοντας τώρα το κοκάλινο γυαλί του που κράταγε ανάλαφρα στο χέρι. Είχε γίνει κατακόκκινη σαν τη βελούδινη, μακριά, χυτή φούστα που τελικά “χώρεσε” και φόρεσε ενώ ήταν σίγουρη πως την κοίταγαν οι υπόλοιπες. Χριστουγεννιάτικο ντεφιλέ και δύο ήταν τα χρώματα που έβλεπε να επικρατούν. Κόκκινο και μαύρο. Ήθελε το μαύρο να ταιριάξει με την ψυχολογία της, μα τελικά της έδωσαν κόκκινο, κάνοντάς το ακόμα πιο δύσκολο για εκείνη να “λάμψει”, να το “αναδείξει”, να το “πουλήσει”. Δεν ήταν ακόμα, καν, Δεκέμβρης. Και είχε στην ατζέντα της πολλά ακόμα κλεισμένα events και φωτογραφίσεις. Μάλλον και ένα ταξίδι στο εξωτερικό για κάποιον καλοκαιρινό κατάλογο που δεν την ένοιαζε καθόλου. Έπρεπε να το ελέγξει, όμως, μην και μπερδέψει τις ημερομηνίες και αντί για το venue του μεγάλου Χριστουγεννιάτικου πάρτυ εκείνη κατέληγε στο αεροδρόμιο ντυμένη αγιοβασιλίτσα.
Τα φώτα ανάβουν, η μουσική ξεκινάει και εκείνη δαγκώνει τη γλώσσα της. Κυριολεκτικά. Δαγκώνεται για να υπενθυμίσει στον εαυτό της πως πονάει. Είναι ακόμα ζωντανή και τυχερή. Βαθιά ανάσα, Jingle, θα πάρεις την επιταγούλα σου και πριν το καταλάβεις, θα είσαι σπιτάκι σου με μια κούπα καυτό τσάι στο χέρι. Καταφύγιο. Αυτό μόνο σκεφτόταν και την ένοιαζε. Παίρνει βαθιά ανάσα και βγαίνει περπατώντας νωχελικά. Όλα ήταν τόσο γρήγορα που, πράγματι, είχαν όλα τελειώσει μετά από μερικές πόζες και αλλαγές κόκκινων συνόλων.
Αλλάζει, φορώντας το ξεχειλωμένο τζιν με το οποίο είχε έρθει, ξεβάφεται βιαστικά, πασαλείβοντας τα μάτια της σαν να είχε μόλις βγει από ροκ συναυλία, βουτάει την τσάντα της με τη μυρωδιά από τη φλούδα μπανάνας ακόμα έντονη μέσα, και σηκώνεται να φύγει σαν σίφουνας. Να πάνε μόνες τους στα after party τους, βρίζει μέσα της, δεν είχε λάβει και καμιά πρόσκληση έτσι κι αλλιώς από τις υπόλοιπες σκύλες εκεί μέσα και, με το κεφάλι κάτω και χωμένο μέσα στην κουκούλα του φούτερ της, φεύγει φουριόζα από τα γεμάτα κόσμο καμαρίνια. Είχε δει τόσες φορές αυτό το έργο. Και το είχε σιχαθεί. Ήθελε να εξαφανιστεί. Κανείς δε νοιαζόταν για κανέναν εκεί μέσα, παρά τα γέλια και τις χαρές, και αυτό την έκαιγε. Καταφύγιο, σκεφτόταν μόνο.
Φτάνοντας στην έξοδο, πέφτει επάνω στον άνδρα με τα κοκάλινα γυαλιά. Μα δεν ήταν ο ξινισμένος κομμωτής! Και αυτά τα γυαλιά ήταν μαύρα.
«Ωχ, συγγνώμη» σταματάει απότομα και μουρμουρίζει μέσα από την κουκούλα.
«Δεν πειράζει» της απαντάει εκείνος κοιτάζοντας μια τα χαρτιά του και μια την κοπέλα μπροστά του. «Είσαι μοντέλο;» την ρωτάει με μια περίεργη χροιά στη φωνή του που της φάνηκε πως ήταν κάτι μεταξύ έκπληξης και ειρωνείας.
«Ναι, γιατί, τι τρέχει;» του απαντάει τσαντισμένη, σκεπτόμενη πως έπεσε σε ακόμα έναν κλασικό πέφτουλα. Μα πώς κατάφερε να ξεγλιστρήσει μέσα στα καμαρίνια; αναρωτιέται, κοιτάζοντας τσαντισμένα γύρω της.
«Συγγνώμη, με παρεξήγησες» της απαντάει σοβαρά. «Έφερα τους φακέλους της μισθοδοσίας. Είμαι από το πρακτορείο. Το όνομά σου χρειάζομαι, μόνο, για να σου δώσω τον φάκελο και μπορείς να φύγεις».
«Ωχ, συγγνώμη, Jingle» του απαντάει βιαστικά, νιώθοντας να κοκκινίζει.
Ο Dave την κοιτάει σταματώντας να ψαχουλεύει τους φακέλους. «Jingle;» και της χαμογελάει.
«Ωχ, εμ, συγγνώμη. Ίρις ήθελα να πω».
«Έχω ακούσει και χειρότερα, αλλά γιατί να μου πεις Jingle;»
«Μην το ψάχνεις, άστο».
«Το κορίτσι από εδώ είναι η αγιοβασιλίτσα μας!» πετάγεται με σκέρτσο μια πανύψηλη κοπέλα με ζουμερό ντεκολτέ που δύσκολα θα αγνοούσε κανείς, καθώς και ότι ήταν κατάδικό της και δώρο της μαμάς της, όπως έλεγε πολλές φορές και η ίδια. «Γλύκα, για κοίτα και το δικό μου ονοματάκι, γιατί βιάζομαι. Στέλλα παρακαλώ».
«Ναι, ναι, βεβαίως» χάνει τα λόγια του και βρίσκει πρώτα τον φάκελο της Ίρις. «Α, να, και ο δικός σου, Ίρις» και της δίνει τον λευκό φάκελο.
«Τέλεια, σε ευχαριστώ» του λέει και αναχωρεί. Η Στέλλα βουτάει και τον δικό της, μόλις ο Dave τον βρίσκει, και εξαφανίζεται.
Ο Dave παίρνει βαθιά ανάσα και βουτάει στα άδυτα των καμαρινιών. Ήταν η συχνή του και πιο επίπονη αποστολή, στο πέρας κάθε event. Να μοιράσει τα λεφτά στους συντελεστές. Μοντέλα, κομμωτές, μακιγιέζ, ηθοποιούς, ηχολήπτες. Όλους. Το χειρότερό του. Φοβόταν μήπως τον πιάσει κατά λάθος καμιά κάμερα ή θελήσει κάποιος να φωτογραφηθεί μαζί του. Μετρούσε τα λεπτά και εκείνος να εξαφανιστεί και να τρυπώσει στο δικό του καταφύγιο.
Ανεβαίνει κουρασμένη τα σκαλιά. Είχε σχεδόν φτάσει. Ένιωθε σαν μαραθωνοδρόμος κι ας μην είχε κάνει και τόσα πολλά βήματα. Φτάνει στον όροφό της και, στα σκοτεινά, ανοίγει με τα κλειδιά της και μπαίνει γρήγορα στο διαμέρισμα. Βάζει πίσω της την επιπλέον ασφάλεια. Σκοτάδι και εκεί. Σκοτάδι και κρύο. Βγάζει παπούτσια, ανάβει το καλοριφέρ και μπαίνει στο μπάνιο. Έμεινε εκεί πολλή ώρα. Τόση πολλή ίσως που, όταν βγήκε, το σπίτι ήταν πλέον αρκετά ζεστό. Αλλά ακόμα μόνο του. Μπορούσες να ακούσεις και την ηχώ από τα βήματά της στο σαλόνι. Προχωράει ξυπόλητη και αφήνεται να βουλιάξει στον καναπέ με τη ζεστή κούπα τσάι να της καίει, σχεδόν, το χέρι. Τα φώτα σβηστά. Λίγη βοήθεια για τις υπαρκτές σκιές έδινε μονάχα το λαμπάκι του απορροφητήρα στην κουζίνα και οι κολώνες της ΔΕΗ, στο πεζοδρόμιο της απέναντι πολυκατοικίας. Κοιτάει τη μίζερη θέα της και νιώθει βαθιά και τη μιζέρια στη ζωή της. Παρατημένη και μόνη. Σαν τους πλαστικούς αγιοβασίληδες που κρέμονται ξεχασμένοι και βρώμικοι, γεμάτοι καυσαέριο από τα μπαλκόνια. Τελειώνει το τσάι της, δίχως να έχει όρεξη για τίποτα άλλο. Το κινητό της πάει να χτυπήσει και μένει τελείως από μπαταρία. Το αγνοεί. Αφήνει την κούπα στο πάτωμα και αποκοιμιέται.
Πώς σε λένε; Jingle, σκέφτεται ο Dave τον μικρό, ασήμαντο διάλογο στο γυάλινο γραφείο του, λίγα μονότονα στενά πιο πέρα. Είχε πάρει δουλειά για το σπίτι. Ετοίμαζε τους φακέλους για την επόμενη μισθοδοσία και ασυναίσθητα γράφει και στο δικό της “Jingle”. Το πρακτορείο είναι πάντα γεμάτο κόσμο μετά από οποιοδήποτε σημαντικό event. Μόλις τελείωνε, λοιπόν, την όποια απαραίτητη δουλειά του, εξαφανιζόταν. Δεν ήθελε να πέσει πάνω στη μητέρα του, γιατί θα τον κρατούσε δέσμιο κάθε εκκρεμότητας μέχρι το πρωί. Η πλάτη του ανατρίχιασε. Είχε κάνει μπάνιο με το που γύρισε, μα είχε ξεχάσει να ανάψει τη θέρμανση. Πλησίαζαν γιορτές και μάλλον το κρύο προμηνυόταν τσουχτερό αυτά τα Χριστούγεννα. Η πίτσα του είχε κρυώσει όταν τελείωσε τη δουλειά, παρ’ όλα αυτά όμως, έκατσε να φάει ξελιγωμένος. Δεν πειράζει. Και έτσι μια χαρά ήταν.
Ξημερώματα και σηκώνεται διψασμένη να πιει νερό. Πάνω από τον νεροχύτη, το μάτι της πέφτει στο πεθαμένο κινητό της. Στα τυφλά, ψάχνει τον φορτιστή και βάζει να φορτίσει. Μόλις το ανοίγει, βλέπει αναπάντητες κλήσεις και ένα μήνυμα: «Πάρε με ό,τι ώρα και να είναι».
«Μα τι κάνεις τόσες ώρες; Μη μου πεις ότι κοιμόσουν; Γιατί εξαφανίστηκες; Έχασες το πάρτυ και ήταν φοβερόοο! Μέχρι και ο Σινιόρ Σινιέ σε έψαχνε, χαχαχα» έκανε το γάργαρο γέλιο της Στέλλας από το τηλέφωνο, που κρατούσε αρκετά μακριά από το αυτί της η Ίρις.
«Τι θέλει πάλι αυτός; Δεν τον αφήνω να ξανακουμπήσει το μαλλί μου ποτέ» της απαντάει η Ίρις, τρίβωντας το πρόσωπό της για να ξυπνήσει. «Ηρέμησε, δεν πειράζει που έφυγα, γιατί λύσσαξες; Πρώτη φορά είναι;»
«Λοιπόν, ευτυχώς που έχεις και ‘μένα γιατί αλλιώς…»
«Αλλιώς θα είχα την ησυχία μου, μικρό μου σούργελο».
«Ναι, γελάσαμε. Άκουσέ με, όμως, τώρα πώς θα σε φτιάξω. Ήδη από τα καμαρίνια που με παράτησες, έκλεισα το επόμενο event μας, και μάντεψε!»
«Είναι Χριστουγεννιάτικο…;»
«Εννοείται, μικρή μου αγιοβασιλίτσα! Τσάμπα θα σε έλεγα Jingle; Χαχαχα! Τώρα, όμως, θα κάνουμε καλή μπάζα, γι’ αυτό σε θέλω έτοιμη αύριο πρωί γιατί φεύγουμε για χιονοδρομικό! Χιόνι, σκι, ζεστή σοκολάτα και χουχούλιασμα αγκαλίτσα μετά το event! Εκτός αν έχω βρει κάτι καλό να περάσω το βράδυ μου, χιχιχι».
«Δεν ξέρω, μάλλον όχι».
«Καλά, καλά, θα περάσω να σε πάρω, γιατί εγώ τους είπα χωρίς τη μοντελάρα μου, τη φίλη μου, δεν έρχομαι!»
«Πραγματικά απορώ μαζί σου. Γιατί με στηρίζεις τόσο;»
«Γιατί είσαι μουσούδας! Άντε γειαααααα!» Της κλείνει χαρωπά το τηλέφωνο, αφήνοντάς την με μια γλυκύτητα που ήθελε να πιστέψει. Ήθελε να έχει μια φίλη κι ας τις έλεγε όλες σκύλες. Για κάποιον λόγο, είχε κολλήσει με τη Στέλλα, στην αρχή για πλάκα και μετά κατέληξαν να μοιράζονται πολλά περισσότερα από όσα περίμενε. Πάντα έχοντας μια μικρή αμφιβολία στο πίσω μέρος του μυαλού της, γιατί το πρώτο που τους είχαν διδάξει ήταν, φυσικά, να μην εμπιστεύεσαι κανέναν σε αυτήν τη δουλειά, μα μέχρι τώρα η Στέλλα δεν την είχε διαψεύσει. Περνούσαν καλά μαζί, γι’ αυτό πλέον την είχε κάνει μέρος της ζωής της.
Της είχε δώσει λίγη διορία, λοιπόν, να συνέλθει για την υπόλοιπη μέρα και μετά, σαν σίφουνας, θα περνούσε να την πάρει ποιος ξέρει για πού. Σίγουρα κάπου παγωμένα για να λέει χιονοδρομικό. Θα πακετάριζε ό,τι πιο ζεστό είχε, μόνο που ποτέ δεν τα φόραγε. Ό,τι τους ετοίμαζαν, όμως, να φορέσουν κάθε φορά ήταν πάντα αραχνοΰφαντα.
Πείνασε. Το ψυγείο παγωμένο και άδειο. Απογοητεύτηκε. Είδε, όμως, γαλάζιο ουρανό και έναν χαμογελαστό ήλιο που σηκωνόταν σιγά - σιγά έξω. Σκέφτηκε να πάει μέχρι το κοντινό σούπερ μάρκετ να βρει τίποτα να μαγειρέψει και να μαζέψει και λίγο ήλιο. Η Στέλλα πάντα της έλεγε ότι ήταν σαν φαντασματάκι. Χτενίζει τα μακριά μαλλιά της που τα ηλέκτρισε το χοντρό, μαύρο πουλόβερ που φόρεσε, φοράει τις μαλακές, μαύρες μπότες της και ένα χοντρό, χακί μπουφάν μέχρι το γόνατο. «Νομίζω καλά είμαι» λέει καθώς κοιτιέται στον καθρέφτη. Ένα χακί χιονανθρωπάκι, με κόκκινη μυτούλα και μακριά μαλλιά θα έβγαινε να αντιμετωπίσει τον κόσμο μονάχη. Έτσι ένιωθε. Σαν να πήγαινε στη μάχη. Και έβγαινε μόνο μια μικρή βολτίτσα. Φοράει την κουκούλα, βάζει στις τσέπες λεφτά και κινητό και κλειδώνει πίσω της την πόρτα. «Ας είναι. Ό,τι είναι να έρθει, ας έρθει» χαμογελάει στον εαυτό της, στον καθρέφτη του μικρού ασανσέρ που σταμάτησε με γδούπο στο ισόγειο.
Βγαίνοντας, ο ήλιος την τυφλώνει μα της αρέσει η θέρμη του που την κατακλύζει. Με τα χεράκια να μπαίνουν αμέσως στις τσέπες, παίρνει τον δρόμο για το κοντινό σούπερ μάρκετ. Δυο στενά πιο κάτω προσπερνάει ένα αγόρι. Ένα αγόρι που είχε κατεβάσει τα σκουπίδια. Με αθλητικό σορτς, κάλτσες, σαγιονάρες και ένα μαύρο φούτερ με κουκούλα. Της έκανε εντύπωση μέσα στο κρύο. Και εκείνος την είδε. Την κατάλαβε αμέσως από τον τρόπο που περπάταγε και το χωμένο πρόσωπο μέσα στην κουκούλα του χοντρού μπουφάν. Θέλησε να της μιλήσει μα, σίγουρος πως δε θα τον θυμόταν, δείλιασε. Σκέφτηκε τον φάκελο με το όνομά της που είχε επάνω στο διαμέρισμα. Δεν ήταν, όμως, ακόμα ώρα να τον παραλάβει. Πόσο υπέροχα παράταιρο του φάνηκε που την είδε έξω στη γειτονιά του και στον αληθινό κόσμο, κάτω από τον ήλιο, να πηγαίνει κάπου σκεπτική όπως οι καθημερινοί άνθρωποι ή και απλά ανέμελη, απολαμβάνοντας ένα φευγαλέο ρεπό και όχι απαστράπτουσα δίχως λόγο πίσω από καθρέφτες, με κάμερες και ψεύτικες πόζες για πελάτες και wannabes. Το είχε τόσο ανάγκη, όσο και εκείνη.
Πρωί - πρωί της επόμενης, χτυπάει το κουδούνι. Η Ίρις ήταν έτοιμη, δεν είχε κοιμηθεί και πολύ το βράδυ γι’ αυτό είχε ντυθεί ζεστά, είχε ετοιμάσει και ένα μικρό σακίδιο και περίμενε στο σαλόνι πίνοντας μια ζεστή κούπα τσάι με κανέλα και πορτοκάλι. «Ωχ, ήρθε η τρελή» λέει σιγανά και σηκώνεται. Πλησιάζει την οθόνη που έβλεπε στην είσοδο της πολυκατοικίας για να σιγουρευτεί πως είναι η Στέλλα.
«Καλημέεεεεεερα! Άντε φεύγουμε! Κατέβα!» της φωνάζει και της χαμογελάει, φέρνοντας κοντά - κοντά το πρόσωπό της στην κάμερα.
«Σταμάτα! Έρχομαι! Είμαι έτοιμη, κατεβαίνω».
«Όλο φασαρία είσαι» της λέει, μόλις ανοίγει την είσοδο της πολυκατοικίας και την βλέπει. Η Στέλλα, μυρωδάτη και χαρούμενη, αυθόρμητα την αγκαλιάζει.
«Καλημέρα και από κοντά, όμορφή μου κάμπια! Έτοιμη να οργώσουμε τις χιονισμένες βουνοκορφές;»
«Κάποια στιγμή, θα μου πεις τι είναι αυτό που παίρνεις κάθε πρωί και είσαι και υπέρλαμπρη και έτσι χαρωπή» της λέει με χαμόγελο στα μάτια, ενώ κοιτάει το φούξια σκουφάκι της και το ροζ κασκόλ της. Η Ίρις βλέπει μέσα από το κοντό, ξεκούμπωτο μπουφάν και το ντεκολτέ της. «Έτσι θα ανέβεις τα βουνά; Κάτι λείπει από την μπλούζα σου!»
«Ε, μα δε βλέπεις; Φοράω και κασκόλ και σκούφο!»
«Ναι, αλλά λείπει κάτι από μέσα» της λέει, πηγαίνοντας προς το αμάξι.
«Ουφ, άσε με, δεν κρυώνω σήμερα. Θέλω να ερωτευτώ! Το νιώθω πως θα γίνει αυτήν τη φορά. Θα οδηγήσεις; Βαριέμαι. Θέλω να βγάλω και selfies».
«Καλύτερα. Κι εγώ βαριέμαι να αγναντεύω, χωρίς να κάνω τίποτα. Πέτα τα κλειδιά».
Ήταν χαρούμενες και οι δύο. Η καθεμία με τον τρόπο της. Η μία ήθελε να μοιράζεται με ολάκερο τον κόσμο τα χαρούμενα συναισθήματά της, να τα σκορπάει σαν χριστουγεννιάτικες νιφάδες, και η άλλη, τρομαγμένη μήπως και σε λίγο τελειώσει αυτό το συναίσθημα, το κράταγε βαθιά μέσα της επτασφράγιστο για να μπορεί να διαρκέσει περισσότερο.
«Εννοείται μόνο χριστουγεννιάτικα τραγούδια στον δρόμο, εντάξει;» της δηλώνει ενώ ήδη είχαν βγει εθνική.
«Εντάξει, εντάξει, δε σου χαλάω χατίρι, βάλε ό,τι θες».
***
«Ναι μητεεέρα, καλημέρα, σε ακούω» απαντάει ο Dave το κινητό του, κάνοντας επίτηδες λίγο μακρόσυρτη τη φωνή του για να ακούγεται βαριεστημένος.
«Δαβίδ, αγάπη μου, καλημέρα. Να ξέρεις, έχεις στεναχωρήσει τη μανούλα».
«Τι εννοείς, μητέρα; Είμαι, όπως πάντα, στις διαταγές σου και το ξέρεις» της απαντάει με το ακουστικό στο αυτί, ενώ πακετάρει βιαστικά σε ένα μαύρο τσαντάκι ό,τι βλέπει μπροστά του από το ντουλαπάκι του μπάνιου.
«Τελευταία στιγμή πάλι, ε; Δεν έχεις ξεκινήσει ακόμα;»
«Όχι μητέρα, και νομίζω με καθυστερείς λιγάκι τώρα».
«Λοιπόν, αποφάσισα για να μη με αποφεύγεις πάλι, όπως προχθές το βράδυ μετά το ντεφιλέ που εξαφανίστηκες, ναι, ναι όλα τα μαθαίνω...» του λέει με έναν τόνο της φωνής της που μπορούσε να τον κάνει να εκραγεί από τα νεύρα του, μα το μόνο που έκανε εκείνη τη στιγμή ήταν μια αστεία γκριμάτσα στον εαυτό του όπως κοιταζόταν στον καθρέφτη.
«Ναι, ναι, καλά στα είπανε τα τσιράκια σου. Τι αποφάσισες λοιπόν;»
«Αποφάσισα, λέω, να μην έρθω καθόλου σε αυτό το event και να σε αφήσω μοναδικό υπεύθυνο».
«Πλάκα κάνεις!»
«Όχι, καθόλου».
«Πώς κι έτσι;»
«Μεγαλώνω, αγάπη μου. Και άσε που το κρύο δεν είναι και πολύ του γούστου μου. Πρέπει, όμως, πάνω απ' όλα να αρχίσεις να παίρνεις και τα ηνία του πρακτορείου. Αυτό δεν ήθελες πάντα; Ιδού η ευκαιρία, λοιπόν. Τι λες;»
Μετά από μερικά δευτερόλεπτα σιγής, ενώ ο Dave σκεφτόταν αν κρύβεται κάποια παγιδούλα πίσω από αυτό - ήξερε καλά τη μητέρα του και πόσο της άρεσαν οι μηχανορραφίες - ή αν, όντως, ήθελε να του δώσει μια ευκαιρία, αποφασίζει να το ρισκάρει και της απαντάει: «Έγινε λοιπόν, θα σε πάρω μόλις φτάσω».
«Αχ, τέλεια! Και να σου πω...»
«Ζακέτα να πάρω;»
«Μη γίνεσαι σαχλός. Εκεί θα χρειαστείς τουλάχιστον μπουφάν! Τσάο, αγορίνα μου και μην ξεχάσεις τις επιταγές» του απαντάει, με ένα παιχνίδισμα ικανοποίησης στη φωνή της που έκλεισε εκείνη πρώτη τον διάλογο, αφήνοντάς τον με το ακουστικό στο χέρι.
«Μάλιστα. Είναι επισήμως τρελή. Άντε να δούμε τι έχει μαγειρέψει. Πωωω, πρέπει να ξεκινήσω» μονολογεί και, βουτώντας το μπουφάν και το σακίδιο του, ρίχνει μια φευγαλέα, τελευταία ματιά στο σπίτι και κλειδώνει. Μετά από δύο δευτερόλεπτα, ξεκλειδώνει και μπαίνει και πάλι στο σπίτι. Είχε ξεχάσει τις επιταγές. Η πρώτη πάνω - πάνω έλεγε “Jingle”.
Μετά από δύο ώρες στην εθνική, το τοπίο άρχιζε να αλλάζει και η Στέλλα έκλεισε τελείως το τζάμι. Τα μικρά χωριουδάκια που μοιάζανε με ερημωμένα εναλλάσσονταν γρήγορα, καθώς το αυτοκίνητο πέρναγε μέσα από τις στροφές και οι σκεπές των σπιτιών αλλάζανε χρώματα σε καφέ, πορτοκαλί, και τέλος, λευκό και αιθέριο, και καθώς όλα έξω φάνταζαν ακίνητα, το μόνο που μαρτυρούσε ζωή μέσα τους ήταν ο παιχνιδιάρικος καπνός που έβγαινε από τις καμινάδες, σαν μικρά σήματα καπνού που δήλωναν πως θέλανε και εκεί να περάσει και να αράξει το έλκηθρο του κόκκινου Αγίου.
«Ξέρεις, Στελλάρα, σκέφτομαι να σταματήσω» λέει σε κάποια στιγμή η Ίρις, ενώ η συνοδηγός της ξεφλούδιζε μοσχοβολιστά μανταρίνια που αγόρασαν στον δρόμο.
«Πας καλά; Έχεις σίγουρα ακόμα μια πενταετία μπροστά σου. Έλα, πάρε» της λέει και την μπουκώνει με 3 φετούλες.
«Ίσως, αλλά έχω κουραστεί, δε με γεμίζει πια, δε με ενθουσιάζει» της απαντάει και φτύνει τα κουκούτσια.
«Ε, καλά, δε σου είπαμε να το παντρευτείς. Κι εγώ καμιά φορά βαριέμαι αλλά το καταπίνω και τελειώνω τη δουλειά. Βρίσκω κάτι να με ενθουσιάσει για να την παλέψω».
«Αχ καλό μου, συγγνώμη που θα στο πω αλλά εσύ ενθουσιάζεσαι με τα πάντα» της λέει και της βουτάει το υπόλοιπο μανταρίνι από τα χέρια.
«Μπορεί, αλλά άκου με και μην τα παρατάς ακόμα» της λέει και δυναμώνει την ένταση.
“It's the most wonderful time of the year…”
Μετά από μερικές στροφές και αρκετά Jingle τραγούδια, το χιονοδρομικό εμφανίζεται, επιτέλους, μπροστά τους. Κάτασπρο και αθώο, σαν νύφη του χιονιά μέσα στο πιο παρθένο δάσος. Η Ίρις σταματάει μπροστά στην ήσυχη - για την ώρα - είσοδο, μιας και οι εκδρομείς και σκιέρ του σαββατοκύριακου δεν είχαν καταφθάσει ακόμα. Παρκάρουν και, με τα σακίδιά τους στο χέρι, μπαίνουν στο λόμπι τινάζοντας λίγες νιφάδες από πάνω τους που αιωρούνταν παντού στην ατμόσφαιρα, καλωσορίζοντας όλους τους ταξιδιώτες που τα κατάφεραν ως εκεί.
«Επιτέλους, κατέφθασαν οι ντίβες…» λέει ο Σινιόρ Σινιέ μόλις τις είδε με τα κατακόκκινα γυαλιά του ελαφρώς κατεβασμένα και ένα κάτασπρο, μακρύ, κασμιρένιο παλτό ριγμένο μαεστρικά στους ώμους του. Μερικά κορίτσια πιο πέρα γυρνάνε να κοιτάξουν και γελάνε.
«Σινιόρ Σινιέ, πόσο χαίρομαι που σε βλέπω» τσιρίζει η Στέλλα με την πιο ψεύτικη φωνή που είχε ποτέ της, κάνοντας την Ίρις να θέλει να την τσιμπήσει.
Η Ίρις τον κοιτάει και του χαμογελάει μνησίκακα: «Σινιόρ».
«Jingle». «Λοιπόν, ελάτε. Πηγαίνετε να πάρετε τα κλειδιά για το δωμάτιό σας και σας περιμένω σε δέκα λεπτά στο λόμπι νούμερο 3 για briefing. Το βράδυ έχουμε το πάρτι και πρέπει να σας έχω υπέρλαμπρες. Εντάξει, μελομακαρονάκια μου; Λοιπόν, άντε» τους λέει και τους ρίχνει ένα τελευταίο ψηλομύτικο βλέμμα.
«Πφ, ωραίο welcoming committee» λέει ψιθυριστά η Ίρις στη Στέλλα.
«Σς, σταμάτα, έλα πάμε να κάνουμε check in και να κατέβουμε στο λόμπι. Ανυπομονώ».
«Χαχα, τι έκπληξη! Της χαμογελάει και την τσιμπάει στο χέρι».
Όλη η μέρα πέρασε στο λόμπι για το briefing της βραδιάς, τελική επιλογή ρούχων, μαλλιά, μακιγιάζ, τα κλασικά. Χρειαζόταν ένα διάλειμμα.
«Στέλλα, πάω λίγο έξω τώρα που δεν κοιτάει ο Σινιόρ, θέλω ένα διάλειμμα» της ψιθυρίζει στο αυτί.
«Οκ, σ’ έχω, φύγε τώρα».
Βουτάει και φοράει το μπουφάν της πάνω από το μακρύ της φόρεμα, γεμάτο παγιέτες και λάμψη. Βγάζει τα ψηλά της παπούτσια και τα πόδια της ακουμπάνε με ανακούφιση τη μοκέτα του χιονοδρομικού. Κοιτάει πίσω της τη βαβούρα μέσα στο λόμπι και τις ετοιμασίες και συνεχίζει να βαδίζει μπροστά, σαν σχολιαρόπαιδο που μόλις έκανε κοπάνα. Κοιτάει μπροστά της και βλέπει ένα μεγάλο, ήσυχο παράθυρο. Το τζάμι έφτανε μέχρι το ταβάνι και φάνταζε όλο, όπως ήταν χιονισμένο με τα έλατα στο βάθος, σαν ψεύτικη κορνίζα, σαν ένα desktop στον υπολογιστή σου από αυτά που επιλέγεις και που ελπίζεις πως κάποια στιγμή θα επισκεφθείς. Ήταν, λοιπόν, εκεί. Πλησιάζει τη μαγευτική κορνίζα μέχρι που η ανάσα της χνώτιζε το κρύο τζάμι. Τι άλλο χρειαζόταν κανείς, παρά μια θέα που σου κόβει την ανάσα; Μια θέα που σε γεμίζει οξυγόνο και όρεξη για ζωή, σκέφτεται και σιγοκλείνει τα μάτια.
«Γεια σου, Jingle» της λέει ο άντρας που κοντοστέκεται δίπλα της.
Ο Dave είχε φθάσει και εκείνος από ώρα στο χιονοδρομικό αλλά η δική του δουλειά περιλάμβανε άλλο τρέξιμο και διαρκείς συνομιλίες με άλλους ανθρώπους, μέχρι να κανονίσει ό,τι έπρεπε για το βραδινό event. Ξεμπέρδεψε με τους ηχολήπτες και την επιλογή της μουσικής, πέρασε από την κουζίνα για να τελειοποιήσει το μενού με τον σεφ, μελέτησε με τον ιδιοκτήτη του ξενοδοχείου τη λίστα των καλεσμένων και επιθεώρησε την αίθουσα ώστε να επιβεβαιώσει πως η διακόσμηση είναι έτοιμη και πλήρως Χριστουγεννιάτικη. Ξέκλεψε και αυτός ένα διάλειμμα και η μαγευτική εικόνα τον είχε τραβήξει και εκείνον ακριβώς στο ίδιο παράθυρο.
«Ελπίζω να μην κρυώνεις».
«Ναι, δεν αντέχονται για πολύ αυτά» του απαντάει, δείχνοντάς του τα πανύψηλα παπούτσια που είχαν επιλέξει για εκείνη.
«Ναι, είναι όμορφα, μα δεν τα χρειάζεσαι».
Δεν είχε όρεξη για καμάκι, αν και θα ήθελε να τον δει χωρίς τα γυαλιά του. Φορούσε μια χοντρή φόρμα με μαύρα, ψηλά μποτάκια και ένα χοντρό, κόκκινο κασκόλ μέσα από το μαύρο του μπουφάν.
«Είστε έτοιμες για απόψε;»
«Ναι, υποθέτω. Ό,τι πει ο Σινιόρ».
«Είμαι ο Dave» της λέει και της δίνει το χέρι. Ήταν ζεστό και της μετέδωσε μια περίεργη ενέργεια.
«Είσαι από το πρακτορείο, σωστά;»
«Ναι».
«Μόνο εσένα έστειλαν εδώ;»
«Μην ανησυχείς, δε χρειάζονται πολλοί παραπάνω. Θα δεις, θα είναι όλα όμορφα. Μην το βλέπεις μόνο σαν δουλειά σήμερα. Είναι γιορτή για όλους μας. Έχω κανονίσει ώστε να περάσουμε όλοι καλά» της λέει χαμογελώντας και απομακρύνεται με το κινητό του να χτυπάει ασταμάτητα.
Ξημερώματα και το πάρτι είχε τελειώσει. Κρύο και σκόρπιες νιφάδες έμπαιναν χορεύοντας κάθε φορά που άνοιγε η πόρτα του λόμπι, η οποία άνοιγε και έφευγαν οι καλεσμένοι αλλά, ακόμα με το χαρωπό mood της βραδιάς, κανέναν δεν ένοιαζε. Έριχναν πρόχειρα σακάκια, παλτό και μπουφάν επάνω τους και έβγαιναν να ψάξουν για τα αμάξια τους ή ανέβαιναν στα δωμάτιά τους χασκογελώντας, ενώ περίμεναν το ασανσέρ. Λίγο πιο πέρα, στο ίδιο παράθυρο με πριν, η Ίρις κοίταγε τη χαραυγή σε ένα μέρος που δεν την είχε ποτέ ξαναδεί. Ένιωθε δέος και φόβο σχεδόν, σκεπτόμενη πώς θα ένιωθε ένα τοσοδούλι ζωάκι ολομόναχο μέσα στο ατέρμονο δάσος αυτήν ακριβώς την ώρα. Θα επιβίωνε; Θα έσκιζε με ορμή τη σάρκα άλλων ζώων για να συνεχίσει ή θα έγλυφε, κάπου μουλωμένο, τις πληγές του από την ολονύχτια μάχη με τα αρπακτικά; Μήπως έτσι σκεφτόταν τον εαυτό της; Η πλάτη της είχε ανατριχιάσει και το μόνο που την ζέσταινε ήταν τα μακριά της μαλλιά. Ο Dave έρχεται πίσω της και την τυλίγει απαλά με το μαύρο, βαρύ παλτό του.
«Πάλι εδώ;»
«Ωχ, ε, σ’ ευχαριστώ. Ξέχασα το δικό μου μέσα. Ήθελα να δω την ανατολή».
«Λοιπόν, πώς σου φάνηκε το πάρτι;»
«Ίδιο με όλα τα άλλα» του απαντάει και βλέποντας μια μικρή απογοήτευση στα μάτια του συμπληρώνει: «Πάντως, τα είχες οργανώσει όλα τέλεια. Ο κόσμος πέρασε φοβερά και φαινόταν».
«Εσύ όχι;»
«Τι εγώ;»
«Πέρασες καλά;»
«Ευτυχώς έχω την τρελή τη φίλη μου και τα κάνει να φαίνονται όλα μαγικά, όσο κι αν δεν είναι».
«Έλα μαζί μου, ξέρω το καλύτερο μέρος να δούμε την ανατολή».
«Την πιάνει από το χέρι και φτάνουν μπροστά από την πόρτα του εστιατορίου».
«Είναι κλειστά ακόμα».
«Όχι για εμάς. Έλα» της λέει και μπαίνουν μέσα.
Αναταραχή κουζίνας και ετοιμασίες ακούγονταν από τον μέσα χώρο αλλά η σάλα ήταν κλειστή με σβηστά φώτα. Στην άκρη της, όμως, ένα τεράστιο τζάκι έκαιγε, η θαλπωρή σε έπιανε αμέσως, τα αυτιά σου τεντώνονταν μόνο για να ακούσουν τα μικρά “τσακ” που κάθε τόσο έκαναν τα ξύλα ή τον ήχο των χοντρών υφασμάτων καθώς έτριβες τα χέρια τους επάνω τους, προσπαθώντας να εναρμονίσεις το σώμα σου με τη ζέστη της μεγάλης σάλας. Η τεράστια τζαμαρία γύρω - γύρω είχε θέα όλο το δάσος και έβλεπε απευθείας τη μακρινή βουνοκορφή από όπου και τεντωνόταν σιγά - σιγά ο ήλιος. Ο Dave αφήνει την Ίρις να αγναντεύει αμίλητη κοντά στο τζάκι και εξαφανίζεται στην κουζίνα. Επιστρέφει με δυο τεράστιες κούπες που ό,τι και να περιείχαν, ήταν σίγουρα καυτό. Καφέ, σοκολάτα, τσάι, ρακόμελο, θα έπινε οτιδήποτε εκείνη τη στιγμή.
«Αυτό είναι το τέλειο πάρτι για ‘μένα» του λέει χαμογελώντας καθώς της δίνει την καυτή κούπα με την πιο καυτή σοκολάτα και με δύο τεράστια marshmallows να βασανίζονται λιώνοντας στην άκρη. Από όλες τις ετοιμασίες, το τρέξιμο, την πίεση, τα απανωτά τηλέφωνα από το πρακτορείο και την “αφεντικίνα” του, αλλά και την μετέπειτα επιτυχημένη του έκβαση, ήταν και για αυτόν η καλύτερη στιγμή. Εκεί, μόνοι, με το κρύο να προσπαθεί μανιασμένο να μπει μέσα από το ασάλευτο τζάμι, τις ντροπαλές πρώτες ακτίνες του ήλιου να αλλάζουν συνεχώς το φως στα πρόσωπά τους και με τη θέρμη της καρδιάς τους να ανταγωνίζεται την καυτή γλυκύτητα της υγρής σοκολάτας.
Ντυμένη ζεστά και με τον φούξια σκούφο της Στέλλας στο κεφάλι της, είχαν πάρει μέχρι το μεσημέρι τον δρόμο της επιστροφής. Η Ίρις οδηγούσε και πάλι, ενώ η Στέλλα την είχε αρπάξει κανονικά και φτερνιζόταν συνέχεια.
«Σταμάτα, εντάξει;» της φωνάζει γελώντας και την χτυπάει σαν με κακία στο μπράτσο.
«Εεε, σιγά, προσοχή την οδηγό!» της λέει και σκάει στα γέλια.
«Σταμάταααααα» νιαουρίζει και πάλι η Στέλλα.
«Δε στο είπα; Σόρρυ φιλενάδα, αλλά στο είπα, κάτι έλειπε από την μπλούζα σου τη μέρα που φύγαμε» της λέει και, πάλι, γελάει για να την τσιγκλίσει περισσότερο.
«Ορίστε μας, να γυρνάς εσύ με κέφια κι εγώ χάλια. Είναι κατάσταση αυτή;» της λέει και φυσάει δυνατά τη μύτη της.
«Δεν καταλαβαίνω τι εννοείς» της λέει και προσπαθεί να σοβαρευτεί. Τα μάγουλά της ήταν ελαφρώς ροζ και το χαμόγελο έδινε φως στο πρόσωπό της. Βάζει δυνατά τα χριστουγεννιάτικα.
“The fire is slowly dying and dear we’re still goodbying, but as long as you love me so, let it snow, let it snow, let it snow…”
Τις επόμενες ημέρες ήταν σπίτι. Ακύρωσε όλα τα ντεφιλέ που είχε κλείσει και απέρριψε άλλα τόσα. Το ίδιο και η Στέλλα, λόγω γρίπης, αλλά η Ίρις ήθελε να μείνει σπίτι, με τον εαυτό της, με τη ζεστασιά της και με τις σκέψεις της που άρχιζαν να παραμερίζουν την ομίχλη και τα κλαψούρικα γκρι σύννεφα και να υποδέχονται συννεφάκια σε όλες τις αποχρώσεις του ροζ, ελαφριά και χαρούμενα σαν μαλλί της γριάς. Κοιτάζει επάνω στο τραπέζι της τον κόκκινο φάκελο που έφερε από το χιονοδρομικό. “Jingle” έγραφε επάνω και μέσα δεν είχε μόνο την αμοιβή της. Είχε και ένα τηλέφωνο, είχε και τους στίχους από ένα Χριστουγεννιάτικο τραγούδι. Το αγαπημένο του, για να τους θυμίζει τη μικρή στιγμή δίπλα στο τζάκι που ξέκλεψαν λίγο πριν χωριστούν.
Το κουδούνι της πόρτας της χτυπάει και την επαναφέρει. Σηκώνεται να ανοίξει αυθόρμητα, χωρίς να κοιτάξει πρώτα από το ματάκι, και εκεί μπροστά της βρίσκεται ο Dave, κρατώντας στην αγκαλιά του κάτι μοναδικό που την ξάφνιασε τόσο υπέροχα. Χνουδωτό, με μαύρα αυτάκια και ματάκια, μια ουρίτσα που κουνιόταν δειλά, ίσα δα εκεί στην άκρη, και ασύγκριτη αγάπη. Είχε έναν μεγάλο κόκκινο φιόγκο στον λαιμό του, το ίδιο και ο Dave. Με ένα χαμόγελο που άνθισε στο πρόσωπό της, δεν ήξερε ποιος από τους δύο της έκανε τα καλύτερα κουταβίσια ματάκια, παρακαλώντας για ένα χάδι.
«Αυτή είναι η Jingle» της λέει «και ψάχνει σπίτι».
«Και εσύ τι ψάχνεις;»
«Εσένα».
Την αγκαλιάζει και το μικρό στρώμα πάγου που τόσο καιρό είχε περιβάλλει την καρδιά της έλιωσε για τα καλά, προτού προλάβει να γίνει συμπαγής παγετός και το καθάριο ζεστό αίμα της ψυχής της έρεε, πλέον, ανεμπόδιστο προς κάθε κατεύθυνση.